χαβούτσια — η είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαβούτσι — το, και χαβούτσια, η, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού καρότου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, που ανάγεται σε τουρκ. τ.] … Dictionary of Greek